- κατατάξεως
- κατατάξεω̆ς , κατάταξιςorderingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβατορία — και προβατωρία, η, ΜΑ, και προβατουρία Μ αυτοκρατορική επιστολή η οποία εμπεριέχει έγκριση, έπαινο ή επιδοκιμασία σχετικά με κάτι αρχ. 1. στρατιωτικό έγραφο κατατάξεως ή κατ άλλους, ιδιωτική κτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. probatoria (epistola) <… … Dictionary of Greek